- ποιμενισμός
- ο, Νφρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος»(κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό τής γεωργίας και τής κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.